ταχινός

ταχινός
-ή, -ό
1. αυγινός, πρωινός.
2. το θηλ. ταχινή, η ως ουσ., α. πρωινό, πουρνό. β. πρωινή δροσιά, πάχνη.
3. το αρσ., Ταχινός, ο ως κύρ. όν., ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχινός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινός — ή, ό / ταχινός, ή, όν, ΝΑ, και ταχυνός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. πρωινός 2. το θηλ. ως ουσ. η ταχινή α) το πρωινό β) πρωινή δροσιά, πάχνη 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Ταχινός ο πλανήτης Αφροδίτη αρχ. ταχύς. επίρρ... ταχινά Α (ποιητ. τ.) ταχέως («χελιδὼν …   Dictionary of Greek

  • ταχινά — ταχινός neut nom/voc/acc pl ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc/acc dual ταχινά̱ , ταχινός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινώτερον — ταχινός adverbial comp ταχινός masc acc comp sg ταχινός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινόν — ταχινός masc acc sg ταχινός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχιναί — ταχινός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖς — ταχινός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῖσι — ταχινός masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοί — ταχινός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχινοῦ — ταχινός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”